- ἐπενσαλεύοντες
- ἐπί , ἐν-σαλεύωcause to rockpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επενσαλεύω — ἐπενσαλεύω (Α) (για λιοντάρια) σαλεύω σε ορισμένο σημείο («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek